- κολωος
- κολῳόςὅ шумная ссора
(κολῳὸν ἐλαύνειν Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κολῳὸν ἐλαύνειν Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κολωός — κολῳός, ὁ (Α) διαμάχη, μάλωμα με φωνές («ἐν δὲ θεοῖσι κολῳὸν ἐλαύνετον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για υποχωρητ. παρ. τού ρ. κολῳώ / άω] … Dictionary of Greek
κολῳός — brawling masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολωιός — κολῳός brawling masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολῳόν — κολῳός brawling masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολῳοῦ — κολῳάω brawl pres imperat mp 2nd sg (attic epic ionic) κολῳάω brawl imperf ind mp 2nd sg (attic epic ionic) κολῳός brawling masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολῳῶ — κολῳάω brawl pres imperat mp 2nd sg κολῳάω brawl pres subj act 1st sg (attic epic ionic) κολῳάω brawl pres ind act 1st sg (attic epic ionic) κολῳάω brawl pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) κολῳάω brawl pres ind act 1st sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολῳῶν — κολῳάω brawl pres part act masc voc sg κολῳάω brawl pres part act neut nom/voc/acc sg κολῳάω brawl pres part act masc nom sg (attic epic ionic) κολῳάω brawl pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic) κολῳός brawling masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)